Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ (2)


Δουλεύοντας – το πρώτο αυτοκίνητο και οι πρώτες κάρτες
Δεν θα αναφερθώ στα πρώτα χρόνια της εργασίας μου. Το μόνο καλό τα πρωτα χρόνια ήταν ότι παρά τα πολύ λίγα χρήματα που κέρδιζα (φανταστείτε ο βασικός μισθός του βοηθού λογιστή ήταν 130.000 δρχ – δηλ λιγότερο από 400 ευρώ – και αυτό πριν 16 χρόνια περίπου!) κατάφερνα να περνάω πολύ καλά, χωρίς να χρεωθώ. Για οικονομίες βέβαια ούτε λόγος Το μεγάλο ατού μου ήταν βέβαια ότι έμενα με τους γονείς μου οι οποίοι μου παρείχαν δωρεάν φαγητό και στέγη.
Περάσανε τα χρόνια, άλλαξα δουλειά, η καριέρα μου προόδευσε πολύ και άρχισα να κερδίζω περισσότερα χρήματα. Το πρόβλημα ήταν ότι η νέα μου δουλειά ήταν περίπου 22 χλμ μακριά από το σπίτι μου. Έτσι το 1996 αποφάσισα να πάρω ένα μικρό αυτοκίνητο. Για περίπου οκτώ μήνες έκανα αιματηρές οικονομίες, μάζεψα το ποσό της προκαταβολής και επιτέλους απέκτησα ένα citroen hot saxo 1.100 cc. Ήμουν πολύ περήφανη και φοβερά ευτυχισμένη από το αίσθημα ιδιοκτησίας (ήταν η πρώτη μου «επένδυση») αλλά και ανεξαρτησίας. Για να εξοφλήσω το αυτοκίνητο είχα πάρει ένα πρόγραμμα 24 δόσεων, που στην αρχή τουλάχιστον αντιπροσώπευε το μισό του μισθού μου.
Παρά το δάνειο του αυτοκινήτου όμως δεν ήθελα στο παραμικρό να αλλάξω τον τρόπο της ζωής μου. Συνέχιζα να βγαίνω πάρα πολύ συχνά (ποτέ μου δεν αρνήθηκα πρόταση για έξοδο), να αγοράζω πολλά ρούχα και καλλυντικά, να πηγαίνω διακοπές στη Μύκονο και Σαντορίνη και να ξοδεύω σε μία εβδομάδα το μισθό ενός μηνός. Δούλευα πάρα πολύ σκληρά, υπερβολικά πολλές ώρες και νόμιζα ότι η ανταμοιβή μου θα ήταν να μπορώ να διαθέτω τα χρήματα μου χωρίς δεύτερη σκέψη για να ικανοποιήσω όλες μου τις επιθυμίες. Το μόνιμο επιχείρημά μου στους γονείς μου (στις προσπάθειές τους να με συνετίσουν) ήταν ότι δουλεύω πάρα πολύ σκληρά και έχω δικαίωμα να διασκεδάζω στη ζωή μου. Λες και μπορούσε να μου φέρει την ισορροπία που έλειπε από τη ζωή μου ένα παντελόνι ferre ή ένα βράδυ ξεφαντώματος στο Mercedes.
Οι αξίες μου όλες είχαν εκφυλιστεί, σταμάτησα να ενδιαφέρομαι και να ασχολούμαι με τα κοινά, δεν διάβαζα καν εφημερίδα, δεν με ενδιέφερε τίποτα παρά να είμαι ενήμερη για το ποια ήταν η τελευταία ταινία του X σκηνοθέτη, που παιζόταν και πότε, ακόμα και εάν επρόκειτο για ένα σκηνοθέτη που με άφηνε παντελώς αδιάφορη. Τα βιβλία που διάβαζα (κυρίως στη παραλία ή πριν κοιμηθώ) ήταν όλα του συρμού, που είχαν γίνει μόδα και έπρεπε να τα έχεις διαβάσει για να δείξεις στην παρέα ότι διαθέτεις κουλτούρα.
Πίστευα ότι έπρεπε να κερδίσω τους φίλους μου και να τους δείξω πόσο επιτυχημένη ήμουν στη δουλειά μου, απλά δείχνοντας ότι έβγαζα αρκετά χρήματα για να τα ξοδεύω όπως ήθελα. Ήθελα να κάνω περήφανους τους γονείς μου που μου είχαν δώσει τόσα πολλά: Το παιδί τους ήταν όμορφο, έξυπνο, είχε σπουδάσει, είχε μία πολύ καλή δουλειά σε πολυεθνική εταιρεία, φορούσε καλά ρούχα, οδηγούσε το δικό του αυτοκίνητο. Γιατί έτσι είχα μάθει: πλούσιος και επιτυχημένος είναι αυτός που φαίνεται τέτοιος, αυτός που έχει ακριβό αμάξι, ακριβά ρούχα, συχνάζει σε ωραία μέρη. Η εικόνα πάνω από όλα. Όπως ήταν φυσικό όχι μόνο δεν κατάφερνα να αποταμιεύω τίποτα, αλλά όλο και πιο συχνά δυσκολευόμουν να πληρώσω τη δόση του αυτοκινήτου.
Και μία μέρα ήρθε η καταστροφή. Συγκρούστηκα σε καραμπόλα αυτοκινήτων και έπρεπε να πληρώσω μόνη μου τις μισές ζημιές του αυτοκινήτου μου (οι οποίες δεν ήταν και λίγες). Και τότε έβγαλα την πρώτη μου κάρτα. Μόνο για να πληρώσω το συνεργείο. Και είδα πόσο εύκολο ήταν να μπορείς να αποκτήσεις ότι θέλεις ακόμα και αν δεν έχεις υπόλοιπο στη τράπεζα. Πόσο ήταν εύκολο να κάνεις αγορές οι οποίες κοστίζανε περισσότερο από το μισθό που παίρνεις κάθε μήνα. Και απλά να αναβάλλεις τη εξόφλησή τους για το μέλλον. Πρέπει να ήμουν φοβερά αισιόδοξο και αφελές άτομο, αφού ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι υπάρχει η πιθανότητα να μείνω χωρίς δουλειά ή ο εργοδότης μου να μη μπορεί στο μέλλον ή να μη θέλει να μου δώσει άλλη αύξηση. Όχι, στο μυαλό μου τα πάντα είχαν μία προκαθορισμένη πορεία, η οποία συνέπιπτε με την ικανοποίηση των επιθυμιών μου.
Έτσι όταν «γέμισε» η πρώτη κάρτα, πήρα και μία δεύτερη. Και μετά ένα καταναλωτικό δάνειο και μετά ένα δεύτερο δάνειο. Και εκεί άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ο τρόπος που ξόδευα δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό με αποτέλεσμα πολές φορές αδυνατούσα να εξοφλήσω ακόμα και το ποσό της ελάχιστης δόσης (στη μία κάρτα μάλιστα δεν είχα δυνατότητα ελάχιστης δόσης). Η καθημερινότητά μου ήταν ένας αγώνας και ένα άγχος για τα χρέη μου. Και μόλις έπαιρνα μία ανάσα και κατέβαζα τα υπόλοιπα των λογαριασμών, πήγαινα πάλι για ψώνια. Όλος οι μισθός μου πήγαινε στις κάρτες τις οποίες συνέχιζα να φορτώνω. Ένα κυκεώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: